Gruntownie στα ελληνικά

Μετάφραση: gruntownie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαριά, σοβαρά, πλήρως, τελείως, καλά, προσεκτικά, επιμελώς
Gruntownie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gruntowanie στα ελληνικά - έναυσμα, αστάρωμα, εκκίνησης, αναρρόφησης, εκκίνηση
  • gruntować στα ελληνικά - βάθρο, έδαφος, οργιά, προσαράσσω, γη, ευτελής, γεμάτοι, ...
  • gruntowność στα ελληνικά - επιμέλεια, ακρίβεια, πληρότητα, την πληρότητα, διεξοδικότητα
  • gruntowny στα ελληνικά - εξονυχιστικός, συμπαγής, λεπτομερής, βαθυστόχαστος, βαθύς, στερεός, πλήρης, ...
Τυχαίες λέξεις
Gruntownie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαριά, σοβαρά, πλήρως, τελείως, καλά, προσεκτικά, επιμελώς