Gryźć στα ελληνικά
Μετάφραση: gryźć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζουζούνι, τσίμπημα, δαγκώνω, κλαγγή, τσιμπολόγημα, κνίδωση, δάγκωμα, μελαγχολώ, αντιπαράθεση, φαγούρα, αψιμαχία, ταράσσομαι, μαμούδι, προσκρούω, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- gryzący στα ελληνικά - δριμύς, καυστική, πυκνό, στυφά, acrid
- grzanie στα ελληνικά - του πλανήτη, αύξηση της θερμοκρασίας, θέρμανση, πλανήτη, υπερθέρμανση
- grzanka στα ελληνικά - πρόποση, τοστ, φρυγανιά, φρυγανιές, ψωμί
Τυχαίες λέξεις
Gryźć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζουζούνι, τσίμπημα, δαγκώνω, κλαγγή, τσιμπολόγημα, κνίδωση, δάγκωμα, μελαγχολώ, αντιπαράθεση, φαγούρα, αψιμαχία, ταράσσομαι, μαμούδι, προσκρούω, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει
Μεταφράσεις: ζουζούνι, τσίμπημα, δαγκώνω, κλαγγή, τσιμπολόγημα, κνίδωση, δάγκωμα, μελαγχολώ, αντιπαράθεση, φαγούρα, αψιμαχία, ταράσσομαι, μαμούδι, προσκρούω, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει