Hamowanie στα ελληνικά

Μετάφραση: hamowanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φρενάρισμα, πέδησης, πέδηση, φρεναρίσματος, πεδήσεως
Hamowanie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hamak στα ελληνικά - αιώρα, αιώρας, μια αιώρα, κούνια
  • hamburger στα ελληνικά - χάμπουργκερ, για χάμπουργκερ, μπιφτέκι, χάμπουργκερ με
  • hamować στα ελληνικά - μετριάζω, υγρός, μέτριος, στείρα, φρένο, κράσπεδο, κωλυσιεργώ, ...
  • hamownia στα ελληνικά - δυναμόμετρο, Dyno, η Dyno, δυναμομέτρησης, δυναμομέτρηση
Τυχαίες λέξεις
Hamowanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φρενάρισμα, πέδησης, πέδηση, φρεναρίσματος, πεδήσεως