Inny στα ελληνικά
Μετάφραση: inny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άλλος, νέος, καινούριος, διαφορετικός, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους
Μεταφράσεις
- innowierstwo στα ελληνικά - ετεροδοξία, ετεροδοξίας, την ετεροδοξία
- inokulacja στα ελληνικά - εμβολιασμός, εμβολιασμό, τον εμβολιασμό, ενοφθαλμισμό, εμβολιασμού
- inscenizacja στα ελληνικά - περιβάλλον, σταδιοποίηση, στάσης, σταδιοποίησης, διοργάνωση, ικριώματος
Τυχαίες λέξεις
Inny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άλλος, νέος, καινούριος, διαφορετικός, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους
Μεταφράσεις: άλλος, νέος, καινούριος, διαφορετικός, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους