Interferować στα ελληνικά
Μετάφραση: interferować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επεμβαίνω, παρεμβαίνω, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, παρέμβει, παρεμποδίζουν, παρεμβάλλονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- interferometr στα ελληνικά - συμβολόμετρο, συμβολομέτρου, παρεμβολής, παρεμβαλλόμετρο, συμβολόμετρου
- interferon στα ελληνικά - ιντερφερόνη, ιντερφερόνης, η ιντερφερόνη, με ιντερφερόνη, την ιντερφερόνη
- interfon στα ελληνικά - ενδοεπικοινωνίας, ενδοτηλεφωνικού, ενδοτηλεφωνικό, ενδοεπικοινωνίας των
Τυχαίες λέξεις
Interferować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επεμβαίνω, παρεμβαίνω, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, παρέμβει, παρεμποδίζουν, παρεμβάλλονται
Μεταφράσεις: επεμβαίνω, παρεμβαίνω, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, παρέμβει, παρεμποδίζουν, παρεμβάλλονται