Interwencjonizm στα ελληνικά
Μετάφραση: interwencjonizm, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεσολάβηση, διαπλοκή, παρεμβατισμός, παρεμβατισμό, παρεμβατισμού, του παρεμβατισμού, παρεμβατικότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- interwał στα ελληνικά - διάστημα, μέρος, χώρος, διαστήματος, χρονικό, χρονικό διάστημα, μεσοδιάστημα
- interwencja στα ελληνικά - μεσολάβηση, διαπλοκή, παρέμβαση, παρέμβασης, παρεμβάσεως, επέμβαση, επέμβασης
- interwenient στα ελληνικά - παρεμβαίνουσα, παρεμβαίνων, παρεμβαίνον, παρεμβαίνουσας, παρεμβαίνοντος
- interweniować στα ελληνικά - επεμβαίνω, παρεμβαίνω, παρέμβει, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, να παρέμβει, παρέμβουν
Τυχαίες λέξεις
Interwencjonizm στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεσολάβηση, διαπλοκή, παρεμβατισμός, παρεμβατισμό, παρεμβατισμού, του παρεμβατισμού, παρεμβατικότητα
Μεταφράσεις: μεσολάβηση, διαπλοκή, παρεμβατισμός, παρεμβατισμό, παρεμβατισμού, του παρεμβατισμού, παρεμβατικότητα