Istnieć στα ελληνικά

Μετάφραση: istnieć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βρίσκομαι, ζω, είμαι, διανύω, υπάρχω, υπάρχουν, υπάρχει, υφίστανται, υφίσταται, να υπάρχουν
Istnieć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • iskrzyć στα ελληνικά - εξάπτω, διεγείρω, ανάβω, απαστράπτω, λάμπω, λάμψη, σπινθήρισμα, ...
  • istnienie στα ελληνικά - όν, ύπαρξη, ύπαρξης, υπάρξεως, ύπαρξή, την ύπαρξη
  • istny στα ελληνικά - τακτικός, κατατάσσω, αληθινός, βαθμός, πραγματικός, ομαλός, βαθμολογώ, ...
  • istota στα ελληνικά - πράμα, θέμα, όν, πνεύμα, τενόρος, πράγμα, οντότητα, ...
Τυχαίες λέξεις
Istnieć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βρίσκομαι, ζω, είμαι, διανύω, υπάρχω, υπάρχουν, υπάρχει, υφίστανται, υφίσταται, να υπάρχουν