Kaleki στα ελληνικά

Μετάφραση: kaleki, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάπηρος, παραλύσει, ακρωτηριασμένο, ακρωτηρίασε, υπονομεύεται
Kaleki στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aniżeli στα ελληνικά - από, των, από το, του
  • chrzestna στα ελληνικά - νονά, η νονά, νονάς, godmother, godmother την
  • diaboliczny στα ελληνικά - διαβητικός, διαβολικός, διαβολική, διαβολικό, διαβολικά, διαβολικές
  • fizyka στα ελληνικά - φυσική, Φυσικής, της φυσικής, τη φυσική, Physics
Τυχαίες λέξεις
Kaleki στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάπηρος, παραλύσει, ακρωτηριασμένο, ακρωτηρίασε, υπονομεύεται