Kalibrować στα ελληνικά
Μετάφραση: kalibrować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαμετρώ, βαθμονόμηση, τη βαθμονόμηση, βαθμονομήσετε, βαθμονόμηση των, βαθμονομήστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- administrowanie στα ελληνικά - κυβέρνηση, διοικητικός, χορήγηση, διοίκηση, διαχείριση, χορήγησης, διοίκησης
- bezdźwięczny στα ελληνικά - αθόρυβος, άηχος, soundless, αθόρυβη, χωρίς ήχο
- chochla στα ελληνικά - σέσουλα, κουτάλα, κουτάλας, κάδο, κάδου, χοάνη
- formowanie στα ελληνικά - πλάσιμο, σχηματισμός, διαμόρφωση, σχηματισμό, σχηματισμού, το σχηματισμό
Τυχαίες λέξεις
Kalibrować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαμετρώ, βαθμονόμηση, τη βαθμονόμηση, βαθμονομήσετε, βαθμονόμηση των, βαθμονομήστε
Μεταφράσεις: διαμετρώ, βαθμονόμηση, τη βαθμονόμηση, βαθμονομήσετε, βαθμονόμηση των, βαθμονομήστε