Kanalizowanie στα ελληνικά
Μετάφραση: kanalizowanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οχετός, διοχέτευση, διοχέτευσης, διαύλων, channeling, τη διοχέτευση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- blizna στα ελληνικά - ουλή, ουλής, σημάδι, σημαδιών, ουλών
- cnota στα ελληνικά - προτέρημα, αρετή, φρονιμάδα, προσόν, δυνάμει, λόγω, βάσει, ...
- dialog στα ελληνικά - διάλογος, διαλόγου, διάλογο, του διαλόγου, το διάλογο
- jad στα ελληνικά - ιός, δηλητήριο, δηλητηρίου, το δηλητήριο, του δηλητηρίου, δηλητήριο των
Τυχαίες λέξεις
Kanalizowanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οχετός, διοχέτευση, διοχέτευσης, διαύλων, channeling, τη διοχέτευση
Μεταφράσεις: οχετός, διοχέτευση, διοχέτευσης, διαύλων, channeling, τη διοχέτευση