Karać στα ελληνικά

Μετάφραση: karać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαστίζω, σωστός, πληγή, πειθαρχώ, κολάζω, διορθώνω, τιμωρώ, επιπλήττω, φρονηματίζω, πειθαρχία, τιμωρήσει, τιμωρήσουν, τιμωρία, τιμωρούν, την τιμωρία
Karać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cudzysłów στα ελληνικά - μνημονεύω, καθορίζω, παραθέτω, εισαγωγικά, εισαγωγικών, τα εισαγωγικά, εντός εισαγωγικών, ...
  • dalekość στα ελληνικά - απόσταση
  • elektromagnetyczny στα ελληνικά - ηλεκτρομαγνητικός, ηλεκτρομαγνητική, ηλεκτρομαγνητικά, ηλεκτρομαγνητικών, ηλεκτρομαγνητικής
  • imitacja στα ελληνικά - κλώνος, πιπίλα, απομίμηση, μίμηση, απομιμήσεις, απομίμησης, μίμησης
Τυχαίες λέξεις
Karać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαστίζω, σωστός, πληγή, πειθαρχώ, κολάζω, διορθώνω, τιμωρώ, επιπλήττω, φρονηματίζω, πειθαρχία, τιμωρήσει, τιμωρήσουν, τιμωρία, τιμωρούν, την τιμωρία