Κολάζω στα πολωνικά

Μετάφραση: κολάζω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
karać, utemperować, ukarać, oczyszczać, ustatkować się, karzę, ćwiczę, smagam
Κολάζω στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κολάζω

κολάζω ετυμολογία, κολάζω παράγωγα, κολάζω αρχικοί χρόνοι, κολάζω αρχαία, κολάζω συνωνυμα, κολάζω λεξικό γλώσσας πολωνικά, κολάζω στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • κοκκινίζω στα πολωνικά - przemyć, zabarwiać, obfitować, opróżnienie, wymieść, spłoszyć, spłukiwać, ...
  • κοκκώδης στα πολωνικά - chropowaty, ziarnisty, granulowany, ziarnista, granulowanego, ziarnistej
  • κολάι στα πολωνικά - chwyt, zręczność, dryg, sztuczka, spryt, powiesić
  • κολάρο στα πολωνικά - kołnierzyk, naszyjnik, kołnierz, rolada, obroża, chomąto, pierścień, ...
Τυχαίες λέξεις
Κολάζω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: karać, utemperować, ukarać, oczyszczać, ustatkować się, karzę, ćwiczę, smagam