Karencja στα ελληνικά
Μετάφραση: karencja, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακοπή, ποινή, ανάρτηση, κύρωση, εναιώρημα, πρόστιμο, αναστολή, περίοδο χάριτος, περιόδου χάριτος, περίοδος χάριτος, της περιόδου χάριτος, περίοδο χάριτος που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abonować στα ελληνικά - προσφέρω, εγγραφείτε, να εγγραφείτε, συνδρομητής, εγγραφούν, γραφτείτε
- chlastać στα ελληνικά - πιτσιλάω, πιτσιλίζω, πλατσουρίζω
- groźba στα ελληνικά - κίνδυνος, απειλή, απειλής, απειλή για, κίνδυνο
- grzybiczy στα ελληνικά - μυκητιασική, μυκητιασικές, μυκητιακές, από μύκητες, μυκητιασικής
Τυχαίες λέξεις
Karencja στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακοπή, ποινή, ανάρτηση, κύρωση, εναιώρημα, πρόστιμο, αναστολή, περίοδο χάριτος, περιόδου χάριτος, περίοδος χάριτος, της περιόδου χάριτος, περίοδο χάριτος που
Μεταφράσεις: ανακοπή, ποινή, ανάρτηση, κύρωση, εναιώρημα, πρόστιμο, αναστολή, περίοδο χάριτος, περιόδου χάριτος, περίοδος χάριτος, της περιόδου χάριτος, περίοδο χάριτος που