Kieszeń στα ελληνικά
Μετάφραση: kieszeń, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σακούλα, τσέπη, θύλακας, τσέπης, θύλακα, την τσέπη, θήκη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- altanka στα ελληνικά - εσοχή, σηκός, κληματαριά, Arbor, Άρμπορ, άτρακτο, ομπρέλα ήλιου
- bezgorączkowy στα ελληνικά - feverless
- dowolnie στα ελληνικά - δωρεάν, τσάμπα, απεριόριστα, ελεύθερα, αυτεξούσιος, ελεύθερη, ελεύθερης, ...
- hartowność στα ελληνικά - ιδιοσυγκρασία, την ψυχραιμία, ψυχραιμία
Τυχαίες λέξεις
Kieszeń στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σακούλα, τσέπη, θύλακας, τσέπης, θύλακα, την τσέπη, θήκη
Μεταφράσεις: σακούλα, τσέπη, θύλακας, τσέπης, θύλακα, την τσέπη, θήκη