Końcowy στα ελληνικά

Μετάφραση: końcowy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τελικός, αδιαμφισβήτητος, πειστικός, πεπερασμένος, περιορισμένος, τελική, τελικό, τελικής, τελικού
Końcowy στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • arsenek στα ελληνικά - αρσενικούχο, αρσενίδιο, το αρσενικούχο, αρσενίδιο του, αρσενιδίου
  • cyklina στα ελληνικά - πινέλο, βουρτσίζω, σκούπα, βούρτσα, ξύστρα, αποξέσεως, αποξεστήρα, ...
  • dioda-pentoda στα ελληνικά - διόδων, δίοδο, με δίοδο, διόδων ως
  • domniemać στα ελληνικά - μαντεύω, εικασία, υποθέτω, τεκμαίρουν, τεκμαίρει, υποθέσει, υποθέσουμε
Τυχαίες λέξεις
Końcowy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τελικός, αδιαμφισβήτητος, πειστικός, πεπερασμένος, περιορισμένος, τελική, τελικό, τελικής, τελικού