Περιορισμένος στα πολωνικά

Μετάφραση: περιορισμένος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
końcowy, skończony, ograniczony, ograniczone, ograniczona, ogranicza, ogranicza się
Περιορισμένος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περιορισμένος

περιορισμένος αριθμός εκκαθαρίσεων, περιορισμένος english, περιορισμένος συνώνυμα, περιορισμένος χρόνος, περιορισμένος λεξικό γλώσσας πολωνικά, περιορισμένος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • περιοδικό στα πολωνικά - magazynek, czasopismo, magazyn, skład, pismo, magazynu
  • περιορίζω στα πολωνικά - uszczuplać, powstrzymać, zahamować, więzić, schudnąć, obniżać, poprzestawać, ...
  • περιορισμός στα πολωνικά - ograniczenie, ograniczoność, obostrzenie, zastrzeżenie, prekluzja, limitacja, tępota, ...
  • περιουσία στα πολωνικά - stan, majątek, odpowiedniość, dorobek, mienie, nieruchomość, dzielnica, ...
Τυχαίες λέξεις
Περιορισμένος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: końcowy, skończony, ograniczony, ograniczone, ograniczona, ogranicza, ogranicza się