Kolaboracja στα ελληνικά
Μετάφραση: kolaboracja, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνεργασία, συνεργασίας, τη συνεργασία, της συνεργασίας, η συνεργασία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amunicja στα ελληνικά - πυρομαχικά, πυρομαχικών, των πυρομαχικών, τα πυρομαχικά, πολεμοφόδια
- eksploatować στα ελληνικά - εγχειρίζω, λειτουργώ, αξιοποιώ, λειτουργούν, λειτουργεί, λειτουργία, λειτουργήσει, ...
- fizjolog στα ελληνικά - φυσιολόγος, φυσιολόγο, physiologist, ο φυσιολόγος, φυσιολόγος της
- interlinia στα ελληνικά - χώρος, διάστημα, κύριος, Leading, που οδηγεί, Οδηγώντας, Κορυφαίοι
Τυχαίες λέξεις
Kolaboracja στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνεργασία, συνεργασίας, τη συνεργασία, της συνεργασίας, η συνεργασία
Μεταφράσεις: συνεργασία, συνεργασίας, τη συνεργασία, της συνεργασίας, η συνεργασία