Komenderować στα ελληνικά

Μετάφραση: komenderować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσταγή, διατάζω, εντολή, προστάζω, στην εντολή, από την άριστη γνώση, την άριστη γνώση, με τις εντολές, με το command
Komenderować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • admiracja στα ελληνικά - θαυμασμός, ηδονή, εντρυφώ, χαρά, ευφροσύνη, θαυμασμό, το θαυμασμό, ...
  • biurokrata στα ελληνικά - γραφειοκράτης, γραφειοκρατία, γραφειοκράτη, γραφειοκράτες, γραφειοκρατών
  • centrum στα ελληνικά - κέντρο, εστία, κέντρο της, κέντρου, το κέντρο, κέντρο του
  • funkcjonowanie στα ελληνικά - εγχείρηση, λειτουργία, επιχείρηση, λειτουργίας, τη λειτουργία, της λειτουργίας, η λειτουργία
Τυχαίες λέξεις
Komenderować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσταγή, διατάζω, εντολή, προστάζω, στην εντολή, από την άριστη γνώση, την άριστη γνώση, με τις εντολές, με το command