Kompetencja στα ελληνικά
Μετάφραση: kompetencja, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαιοδοσία, χωρητικότητα, κατανομή, ικανότητα, αρμοδιότητα, αρμοδιότητας, αρμοδιοτήτων, αρμοδιότητες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- altowy στα ελληνικά - κοντράλτο, Alto, άλτο, Αΐίο, αλτο
- beznasienny στα ελληνικά - άσπορος, χωρίς κουκούτσια, χωρίς σπόρους, αγίγαρτες, χωρίς κουκούτσι
- chromosom στα ελληνικά - χρωμόσωμα, χρωμοσώματος, χρωμοσωμάτων, χρωμοσωμικές, του χρωμοσώματος
- głodzenie στα ελληνικά - πείνα, ασιτία, λιμοκτονία, την πείνα, λιμό
Τυχαίες λέξεις
Kompetencja στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαιοδοσία, χωρητικότητα, κατανομή, ικανότητα, αρμοδιότητα, αρμοδιότητας, αρμοδιοτήτων, αρμοδιότητες
Μεταφράσεις: δικαιοδοσία, χωρητικότητα, κατανομή, ικανότητα, αρμοδιότητα, αρμοδιότητας, αρμοδιοτήτων, αρμοδιότητες