Konserwować στα ελληνικά
Μετάφραση: konserwować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κασσίτερος, κονσέρβα, διατηρώ, διατείνομαι, διασώζω, συντηρώ, υποστηρίζω, διατηρούν, διατηρήσουν, να διατηρήσει, διατηρήσει, διατηρηθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- apologia στα ελληνικά - συγνώμη, απολογία, συγγνώμη, συγγνώμης, απολογίας
- chrypieć στα ελληνικά - κοάζω, σχάρα, εσχάρας, σχάρας, εσχάρα, της εσχάρας
- farmaceutyczny στα ελληνικά - φαρμακευτικός, φαρμακευτική, φαρμακευτικές, φαρμακευτικών, φαρμακευτικής
- hierarcha στα ελληνικά - ιεράρχης, ιεράρχη, αρχιερέως, τον Ιεράρχη
Τυχαίες λέξεις
Konserwować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κασσίτερος, κονσέρβα, διατηρώ, διατείνομαι, διασώζω, συντηρώ, υποστηρίζω, διατηρούν, διατηρήσουν, να διατηρήσει, διατηρήσει, διατηρηθεί
Μεταφράσεις: κασσίτερος, κονσέρβα, διατηρώ, διατείνομαι, διασώζω, συντηρώ, υποστηρίζω, διατηρούν, διατηρήσουν, να διατηρήσει, διατηρήσει, διατηρηθεί