Kpić στα ελληνικά
Μετάφραση: kpić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τζόκεϊ, σκώμμα, αναβάτης, σαρκάζω, χλευάζω, περιγελώ, λοιδορία, πλαστός, κοροϊδεύω, mock, παρωδία, μακέτα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bestyjka στα ελληνικά - πράγμα
- chlordan στα ελληνικά - χλωρδάνιο, χλωρντάν, χλωρδάνη, χλωροντέιν, chlordane
- grafolog στα ελληνικά - γραφολόγος, γραφολόγο, διπλωματούχος γραφολόγος
- głownia στα ελληνικά - μάρκα, στιγματίζω, σφραγίδα, καπνιά, μουτζούρα, Ο δαυλίτης των, ερυσίβη, ...
Τυχαίες λέξεις
Kpić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τζόκεϊ, σκώμμα, αναβάτης, σαρκάζω, χλευάζω, περιγελώ, λοιδορία, πλαστός, κοροϊδεύω, mock, παρωδία, μακέτα
Μεταφράσεις: τζόκεϊ, σκώμμα, αναβάτης, σαρκάζω, χλευάζω, περιγελώ, λοιδορία, πλαστός, κοροϊδεύω, mock, παρωδία, μακέτα