Krzyczeć στα ελληνικά

Μετάφραση: krzyczeć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φωνάζω, κλαίω, στριγγλίζω, στριγκλίζω, κραυγάζω, κραυγή, σκούξιμο, σκούζω, στριγκλιά, γρύζω, φωνάζουν, φωνάζει, φωνάξει, πρόσταγμα
Krzyczeć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezprzyczynowy στα ελληνικά - αβάσιμος, αβάσιμη, αβάσιμο, αβάσιμες, αβάσιμοι
  • chrzcielnica στα ελληνικά - γραμματοσειρά, γραμματοσειράς, γραμματοσειρών, της γραμματοσειράς, font
  • dar στα ελληνικά - χάρισμα, πριμοδότηση, παρουσιάζω, δώρο, πεσκέσι, υποτροφία, διεύθυνση, ...
Τυχαίες λέξεις
Krzyczeć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φωνάζω, κλαίω, στριγγλίζω, στριγκλίζω, κραυγάζω, κραυγή, σκούξιμο, σκούζω, στριγκλιά, γρύζω, φωνάζουν, φωνάζει, φωνάξει, πρόσταγμα