Lądowe στα ελληνικά

Μετάφραση: lądowe, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσγειώνομαι, προσγειώνω, έδαφος, γη, γης, της γης, γαιών, εκτάσεις
Lądowe στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • brutto στα ελληνικά - πρόστυχος, ακαθάριστος, χοντρός, αισχρός, ακαθάριστο, ακαθάριστα, ακαθάριστη, ...
  • dobosz στα ελληνικά - τύμπανο, τυμπανιστής, ντράμερ, drummer, τυμπανιστή, τον ντράμερ
  • fiolet στα ελληνικά - μενεξές, μωβ, βιολέτα, βιολετί, ιώδες, μοβ, ιώδους
  • futrzarz στα ελληνικά - γουναράς, furrier, γουναράδων, γουνοποιού, γούνα
Τυχαίες λέξεις
Lądowe στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσγειώνομαι, προσγειώνω, έδαφος, γη, γης, της γης, γαιών, εκτάσεις