Leczyć στα ελληνικά

Μετάφραση: leczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κέρασμα, επανορθώνω, κερνώ, καπνίζω, παστώνω, θεραπεύω, γιατρεύω, επουλώνομαι, αποκαθιστώ, μεταχειρίζομαι, αλατίζω, επουλώνω, θεραπεία, τη θεραπεία, θεραπείας, σκλήρυνσης, σκλήρυνση
Leczyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • deizm στα ελληνικά - Ντεϊσμός, ντεϊσμού, ντεϊσμό, θεϊσμό, ο ντεϊσμός
  • erg στα ελληνικά - έργιο, ERG, της ERG, μονάδα εργασίας ή ενέργειας
  • frakcjonowanie στα ελληνικά - κλασματοποίηση, κλασμάτωση, κλασματοποίησης, κλασμάτωσης, κλασματώσεως
  • intelektualista στα ελληνικά - διανοητικός, πνευματικός, διανοούμενος, πνευματικής, πνευματική, διανοητικής, της πνευματικής
Τυχαίες λέξεις
Leczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κέρασμα, επανορθώνω, κερνώ, καπνίζω, παστώνω, θεραπεύω, γιατρεύω, επουλώνομαι, αποκαθιστώ, μεταχειρίζομαι, αλατίζω, επουλώνω, θεραπεία, τη θεραπεία, θεραπείας, σκλήρυνσης, σκλήρυνση