Legalizować στα ελληνικά
Μετάφραση: legalizować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιστοποιώ, μαρτυρώ, κυρώνω, νομιμοποιήσει, νομιμοποιήσουν, τη νομιμοποίηση, νομιμοποιηθεί, νομιμοποιεί
Μεταφράσεις
- arak στα ελληνικά - αράκ, το αράκ, ρακί
- bączek στα ελληνικά - οβολός, άκαρι, ακάρεων, ακάρεως, των ακάρεων
- gar στα ελληνικά - τσουκάλα, μεγάλη κατσαρόλα, μεγάλο δοχείο, κατσαρόλα, μεγάλη κατσαρόλα με
- geszeft στα ελληνικά - ρακέτα, εικασία, κερδοσκοπία, κερδοσκοπίας, η κερδοσκοπία, την κερδοσκοπία, εικασίες
Τυχαίες λέξεις
Legalizować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιστοποιώ, μαρτυρώ, κυρώνω, νομιμοποιήσει, νομιμοποιήσουν, τη νομιμοποίηση, νομιμοποιηθεί, νομιμοποιεί
Μεταφράσεις: πιστοποιώ, μαρτυρώ, κυρώνω, νομιμοποιήσει, νομιμοποιήσουν, τη νομιμοποίηση, νομιμοποιηθεί, νομιμοποιεί