Lekarstwo στα ελληνικά
Μετάφραση: lekarstwo, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλατίζω, αποκαθιστώ, ιατρική, ναρκωτικό, θεραπεύω, καπνίζω, παστώνω, επανορθώνω, φάρμακο, ιατρικής, το φάρμακο, φαρμάκου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- archeolog στα ελληνικά - αρχαιολογικός, αρχαιολόγος, αρχαιολόγο, αρχαιολόγου, ο αρχαιολόγος, τον αρχαιολόγο
- chrapliwy στα ελληνικά - δριμύς, σκληρός, βραχνός, άγριος, τραχύς, βραχνή, βραχνό, ...
- demon στα ελληνικά - τελώνιο, δαίμονας, δαίμονα, δαιμόνιο, δαιμόνων
- dwupłciowość στα ελληνικά - αμφιφυλοφιλία, η αμφιφυλοφιλία, αμφισεξουαλικότητα, την αμφιφυλοφιλία, αμφιφυλοφιλίας
Τυχαίες λέξεις
Lekarstwo στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλατίζω, αποκαθιστώ, ιατρική, ναρκωτικό, θεραπεύω, καπνίζω, παστώνω, επανορθώνω, φάρμακο, ιατρικής, το φάρμακο, φαρμάκου
Μεταφράσεις: αλατίζω, αποκαθιστώ, ιατρική, ναρκωτικό, θεραπεύω, καπνίζω, παστώνω, επανορθώνω, φάρμακο, ιατρικής, το φάρμακο, φαρμάκου