Len στα ελληνικά
Μετάφραση: len, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λινός, λινό, λινάρι, κλινοσκεπάσματα, λίνου, λίνο, του λίνου, λιναριού
Μεταφράσεις
- ambona στα ελληνικά - σκοπιά, προοπτική, τσιλιαδόρος, αμβώνας, άμβωνα, άμβωνας, pulpit, ...
- architektoniczny στα ελληνικά - αρχιτεκτονικός, αρχιτεκτονική, αρχιτεκτονικά, αρχιτεκτονικό, αρχιτεκτονικής
- dolecieć στα ελληνικά - φτάνω, μύγα, πετούν, πετάξει, εισητήριο, εισητήριο για
- habit στα ελληνικά - συνήθεια, φόρεμα, έξη, φουστάνι, συνήθειας, συνήθεια να, τη συνήθεια, ...
Τυχαίες λέξεις
Len στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λινός, λινό, λινάρι, κλινοσκεπάσματα, λίνου, λίνο, του λίνου, λιναριού
Μεταφράσεις: λινός, λινό, λινάρι, κλινοσκεπάσματα, λίνου, λίνο, του λίνου, λιναριού