Lokal στα ελληνικά
Μετάφραση: lokal, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τοποθετώ, κατάστημα, οίκημα, τόπος, μέρος, κτίριο, εγκαταστάσεις, χώρους, χώρων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- akson στα ελληνικά - νευράξονα, άξονα, νευράξονας, άξονα του, axon
- ciężarek στα ελληνικά - βάρος, αναπηδώ, βάρους, το βάρος, κατά βάρος, του βάρους
- gołosłowny στα ελληνικά - μάταιος, άδειος, ξιπασμένος, εγωκεντρικός, ματαιόδοξος, αβάσιμος, αβάσιμη, ...
- grzecznościowy στα ελληνικά - αποπνιχτικός, κοντά, πνιγηρός, κολλητός, φιλοφρονητικός, ευγενικός, ευγενικό, ...
Τυχαίες λέξεις
Lokal στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τοποθετώ, κατάστημα, οίκημα, τόπος, μέρος, κτίριο, εγκαταστάσεις, χώρους, χώρων
Μεταφράσεις: τοποθετώ, κατάστημα, οίκημα, τόπος, μέρος, κτίριο, εγκαταστάσεις, χώρους, χώρων