Mienie στα ελληνικά
Μετάφραση: mienie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιουσία, υπάρχοντα, σπίτι, ακίνητο, κτήμα, τιμαλφή, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chuchać στα ελληνικά - αναπνέω, τολύπη, αναπνέετε, αναπνέει, αναπνέουν, αναπνεύσει
- derogacja στα ελληνικά - παρέκκλιση, παρέκκλισης, εξαίρεση, παρέκκλιση που, παρεκκλίσεως
- dotkliwie στα ελληνικά - κακά, οδυνηρά, άσχημα, σοβαρά, σημαντικά, αυστηρούς, σοβαρή, ...
- hyś στα ελληνικά - λοξός, εκκεντρικός, παλαβός, εκκεντρικές, crackpot
Τυχαίες λέξεις
Mienie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιουσία, υπάρχοντα, σπίτι, ακίνητο, κτήμα, τιμαλφή, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας
Μεταφράσεις: περιουσία, υπάρχοντα, σπίτι, ακίνητο, κτήμα, τιμαλφή, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας