Możliwość στα ελληνικά

Μετάφραση: możliwość, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τάση, ενδεχόμενος, ενδεχόμενο, προοπτική, λειτουργία, ικανότητα, δεξίωση, πιθανότητα, λειτουργώ, δυνατότητα, δυνατότητας, δυνατότητα να
Możliwość στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bijnik στα ελληνικά - ρόγα
  • choinkowy στα ελληνικά - φιλάρεσκος, έλατο, ελάτη, ερυθρελάτης, ερυθρελάτη, ελάτης
  • cofnij-powtórz στα ελληνικά - πίσω, υστέρων, υποστήριξης, των υστέρων
  • intensyfikować στα ελληνικά - εντείνουν, εντείνει, εντατικοποίηση, να εντείνει, να εντείνουν
Τυχαίες λέξεις
Możliwość στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τάση, ενδεχόμενος, ενδεχόμενο, προοπτική, λειτουργία, ικανότητα, δεξίωση, πιθανότητα, λειτουργώ, δυνατότητα, δυνατότητας, δυνατότητα να