Mocarstwo στα ελληνικά

Μετάφραση: mocarstwo, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξουσία, κύρος, δύναμη, ισχύς, ισχύος, ισχύ
Mocarstwo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • drgać στα ελληνικά - γογγύζω, τρέμω, τρεμοπαίζω, ταλαντώνομαι, δονούμαι, τράβηγμα, σπασμός, ...
  • ekspozycja στα ελληνικά - έκθεση, έκθεσης, την έκθεση, της έκθεσης, η έκθεση
  • golf στα ελληνικά - γκολφ, Γήπεδο, Golf, του γκολφ, γήπεδα
Τυχαίες λέξεις
Mocarstwo στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξουσία, κύρος, δύναμη, ισχύς, ισχύος, ισχύ