Nalewka στα ελληνικά

Μετάφραση: nalewka, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βάμμα, έγχυμα, βάμματος, tincture, ό βάμμα, το βάμμα
Nalewka στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ambra στα ελληνικά - αμπάρο, ambergris, αμπερι, αμπέρι, αμπεριού
  • arktyczny στα ελληνικά - αρκτικός, αρκτική, αρκτικές, αρκτικό, αρκτικής
  • bazgrać στα ελληνικά - ξύνω, ορνιθοσκαλίσματα, γρατσουνιά, αμυχή, γρατσουνίζω, λερώνω, λέρα, ...
  • filip στα ελληνικά - Filip, Ο Filip, Φιλίπ, τον Filip, του Filip
Τυχαίες λέξεις
Nalewka στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βάμμα, έγχυμα, βάμματος, tincture, ό βάμμα, το βάμμα