Narozrabiać στα ελληνικά
Μετάφραση: narozrabiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οργή, σκληραίνω, διάθεση, μετριάζω, hooliganize
Μεταφράσεις
- bezlik στα ελληνικά - οικοδεσπότης, φιλοξενώ, πλήθος, πληθώρα, πλήθους, πλειάδα, πληθώρας
- bezużyteczne στα ελληνικά - σκουπίδια, άχρηστος, άχρηστο, άχρηστα, άχρηστη, άχρηστες
- bogdanka στα ελληνικά - ερωμένη
- czopować στα ελληνικά - κωλυσιεργώ, παρακωλύω, βύσμα, πρίζα, plug, βύσματος, φις, ...
Τυχαίες λέξεις
Narozrabiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οργή, σκληραίνω, διάθεση, μετριάζω, hooliganize
Μεταφράσεις: οργή, σκληραίνω, διάθεση, μετριάζω, hooliganize