Narzucać στα ελληνικά

Μετάφραση: narzucać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιβάλλω, βία, δύναμη, εξαναγκάζω, πάθηση, κατάσταση, επιβάλλουν, επιβάλλει, επιβάλουν, να επιβάλει, επιβάλει
Narzucać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezmiar στα ελληνικά - αχανές, απεραντοσύνη, απεραντοσύνης, την απεραντοσύνη, τεράστιου
  • bohatersko στα ελληνικά - ηρωικά, ηρωισμό, ηρωικό, ηρωϊκά, ηρωική
  • fikcyjnie στα ελληνικά - πλασματικά, εικονικά, πλασματικής, πλασματικά το, πλασματικά τοποθετούνται
  • gruchawka στα ελληνικά - μουρμουρίζω, τρυφερολόγημα, ερωτολογώ, COO, ΟΟΟ
Τυχαίες λέξεις
Narzucać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιβάλλω, βία, δύναμη, εξαναγκάζω, πάθηση, κατάσταση, επιβάλλουν, επιβάλλει, επιβάλουν, να επιβάλει, επιβάλει