Natryskiwać στα ελληνικά

Μετάφραση: natryskiwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρδεύω, ψεκάζω, σπρέι, ψεκασμού, ψεκασμό, ψεκάζετε, ψεκάστε
Natryskiwać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antropogeniczny στα ελληνικά - ανθρωπογενείς, ανθρωπογενών, ανθρωπογενή, ανθρωπογενούς, των ανθρωπογενών
  • czeczotka στα ελληνικά - κοκκινοσκουφής
  • granulowanie στα ελληνικά - κοκκοποίηση, κοκκοποίησης, κοκκοποιήσεως, κοκκιοποίηση, κοκκιοποίησης
  • instalowanie στα ελληνικά - Εγκατάσταση, Τοποθέτηση, Εγκατάσταση του, Η εγκατάσταση, την εγκατάσταση
Τυχαίες λέξεις
Natryskiwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρδεύω, ψεκάζω, σπρέι, ψεκασμού, ψεκασμό, ψεκάζετε, ψεκάστε