Niewrażliwy στα ελληνικά
Μετάφραση: niewrażliwy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανεπηρέαστος, αναίσθητος, αδρανείς, ευαίσθητο, μη ευαίσθητες, μη ευαίσθητη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cumować στα ελληνικά - βάλτος, αράζω, προσορμίζω, Μαυριτάνος, χερσότοπος
- drogowiec στα ελληνικά - εργάτης δρόμου
- endokrynologia στα ελληνικά - ενδοκρινολογία, ενδοκρινολογίας, Ενδοκρινολογικό, την ενδοκρινολογία, της ενδοκρινολογίας
- futerko στα ελληνικά - γούνα, τρίχωμα, γούνας, γουνοφόρα, γουνοφόρων, τη γούνα
Τυχαίες λέξεις
Niewrażliwy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανεπηρέαστος, αναίσθητος, αδρανείς, ευαίσθητο, μη ευαίσθητες, μη ευαίσθητη
Μεταφράσεις: ανεπηρέαστος, αναίσθητος, αδρανείς, ευαίσθητο, μη ευαίσθητες, μη ευαίσθητη