Nudzić στα ελληνικά
Μετάφραση: nudzić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαντλημένος, πλήττω, κουρασμένος, οπή, οπής, διάτρηση, άνοιγμα, διαμετρήματος
Μεταφράσεις
- dietetyk στα ελληνικά - θρέψη, διαιτολόγος, διαιτολόγο, διαιτολόγου, διατροφολόγος
- filarowy στα ελληνικά - έχων κίονας, κίονες, πυλώνων, υπόστυλη, στηλώδους
- fuksja στα ελληνικά - φουξία, φούξια, το φούξια, fuchsia
- integralny στα ελληνικά - ακέραιος, ολοκλήρωμα, αναπόσπαστο, ενιαίο, ενσωματωμένη, ενσωματωμένο
Τυχαίες λέξεις
Nudzić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαντλημένος, πλήττω, κουρασμένος, οπή, οπής, διάτρηση, άνοιγμα, διαμετρήματος
Μεταφράσεις: εξαντλημένος, πλήττω, κουρασμένος, οπή, οπής, διάτρηση, άνοιγμα, διαμετρήματος