Obiadować στα ελληνικά

Μετάφραση: obiadować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δειπνώ, γευματίζω
Obiadować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezrobocie στα ελληνικά - ανεργία, ανεργίας, της ανεργίας, η ανεργία, την ανεργία
  • buduarowy στα ελληνικά - οικείος, στενός, ενδόμυχος
  • czołem στα ελληνικά - μέτωπο, μέτωπό, μετώπου, το μέτωπο, το μέτωπό
  • gagat στα ελληνικά - αεριωθούμενο, πετώ, πίδακας, jet, τζετ, πίδακα
Τυχαίες λέξεις
Obiadować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δειπνώ, γευματίζω