Γευματίζω στα πολωνικά
Μετάφραση: γευματίζω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obiadować, obiad, posiłek, zjeść, zjeść obiad, zjeść posiłek
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γευματίζω
γευματίζω λεξικό γλώσσας πολωνικά, γευματίζω στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- γερουσιαστής στα πολωνικά - senator, senatorem, senatora
- γερός στα πολωνικά - dorodny, głęboki, dźwiękowy, dzielny, fonia, akustyczny, żelazny, ...
- γευστικός στα πολωνικά - apetyczny, smaczny, smakowity, smaczne, tasty
- γεφυρώνω στα πολωνικά - brydż, most, kładka, pomost, mostek, mostu, bridge
Τυχαίες λέξεις
Γευματίζω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: obiadować, obiad, posiłek, zjeść, zjeść obiad, zjeść posiłek
Μεταφράσεις: obiadować, obiad, posiłek, zjeść, zjeść obiad, zjeść posiłek