Obniżenie στα ελληνικά

Μετάφραση: obniżenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μείωση, αναγωγή, επενέργεια, καταγωγή, ελάττωση, επενεργώ, περιστολή, επιρροή, μείωσης, τη μείωση, μείωση της
Obniżenie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cenotaf στα ελληνικά - κενοτάφιο, κενοταφίου, για κενοτάφιο, κενοτάφιό
  • demagog στα ελληνικά - δημαγωγός, δημαγωγού, δημαγωγό, του δημαγωγού
  • dryf στα ελληνικά - τάση, παρασυρόμενα, παρασυρόμενων, μετατόπιση, ολίσθηση
  • histeryczny στα ελληνικά - υστερικός, υστερική, υστερικό, υστερικές, υστερικά
Τυχαίες λέξεις
Obniżenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μείωση, αναγωγή, επενέργεια, καταγωγή, ελάττωση, επενεργώ, περιστολή, επιρροή, μείωσης, τη μείωση, μείωση της