Ελάττωση στα πολωνικά

Μετάφραση: ελάττωση, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obniżenie, obalenie, depresja, ulga, obniżka, spadek, zniżka, redukcja, zmniejszenie, ograniczenie
Ελάττωση στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελάττωση

ελάττωση αμνιακού υγρού, ελάττωση καπνίσματος, ελάττωση της βιοποικιλότητας, ελάττωση τησ libido, ελάττωση λεξικό γλώσσας πολωνικά, ελάττωση στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ελάσσων στα πολωνικά - niepełnoletni, minor, drugorzędny, sprawa, minorowy, moll, niewielki, ...
  • ελάττωμα στα πολωνικά - błąd, uciekać, przywara, mankament, uchybienie, niedostatek, feler, ...
  • ελάφι στα πολωνικά - łania, jeleń, rogacz, sarna, jelenie, jelenia, deer
  • ελάχιστος στα πολωνικά - minimum, minimalny, granica, minimalna, minimalne, minimalną
Τυχαίες λέξεις
Ελάττωση στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: obniżenie, obalenie, depresja, ulga, obniżka, spadek, zniżka, redukcja, zmniejszenie, ograniczenie