Obserwować στα ελληνικά
Μετάφραση: obserwować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φρουρά, ανασκόπηση, παρατηρώ, μελέτη, ρολόι, παραμονεύω, έρευνα, παρακολουθώ, βλέπω, τηρώ, παρακολουθήσετε, παρακολουθήσουν, να παρακολουθήσετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- agitacja στα ελληνικά - ταραχή, ανακίνηση, αναταραχή, ανάδευση, ανάδευσης
- bicz στα ελληνικά - νικώ, μαστιγώνω, λοιδορώ, πληγή, μαστίζω, μαστίγιο, κτυπά, ...
- chorowity στα ελληνικά - φιλάσθενος, ασθενικός, ασθενικά, ασθενικό, αρρωστημένο
- graniastosłup στα ελληνικά - πρίσμα, πρίσματος, το πρίσμα, πρισμάτων, του πρίσματος
Τυχαίες λέξεις
Obserwować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φρουρά, ανασκόπηση, παρατηρώ, μελέτη, ρολόι, παραμονεύω, έρευνα, παρακολουθώ, βλέπω, τηρώ, παρακολουθήσετε, παρακολουθήσουν, να παρακολουθήσετε
Μεταφράσεις: φρουρά, ανασκόπηση, παρατηρώ, μελέτη, ρολόι, παραμονεύω, έρευνα, παρακολουθώ, βλέπω, τηρώ, παρακολουθήσετε, παρακολουθήσουν, να παρακολουθήσετε