Obyczaj στα ελληνικά
Μετάφραση: obyczaj, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έθιμο, συνήθεια, τρόπος, έξη, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα
Μεταφράσεις
- bezbarwnie στα ελληνικά - νόμιμα, νομίμως, και επικυρωμένο, μονότονα
- buzować στα ελληνικά - τριζοβολώ, τρίξιμο, κροτάλισμα, τροφοδοτώ, Stoke, Στόουκ, του Stoke, ...
- czystka στα ελληνικά - εκκενώνω, αποκάθαρση, κάθαρση
Τυχαίες λέξεις
Obyczaj στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έθιμο, συνήθεια, τρόπος, έξη, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα
Μεταφράσεις: έθιμο, συνήθεια, τρόπος, έξη, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα