Ocenzurować στα ελληνικά

Μετάφραση: ocenzurować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λογοκρίνω, λογοκριτής, λογοκρισία, λογοκρίνει, λογοκριτή, λογοκρίνουν
Ocenzurować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • administrować στα ελληνικά - καταφέρνω, διευθύνω, απονέμω, εφαρμόζω, χορηγώ, αντεπεξέρχομαι, διοικώ, ...
  • brygadzista στα ελληνικά - εργοδηγός, επιστάτης, Foreman, επιστάτη, εργοδηγό
  • gram στα ελληνικά - γραμμάριο, γραμμαρίων, γραμμάρια, γρ
  • halsować στα ελληνικά - καρφάκι, καρφί, πλεύση, κόλλησης, κολλητικότητα
Τυχαίες λέξεις
Ocenzurować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λογοκρίνω, λογοκριτής, λογοκρισία, λογοκρίνει, λογοκριτή, λογοκρίνουν