Odciąć στα ελληνικά
Μετάφραση: odciąć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεκόβω, ακρωτηριάζω, αποκόπτω, αποκοπεί, αποκόπτεται, αποκομμένο, αποκομμένα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bigoteryjny στα ελληνικά - φανατικός, προκατειλημμένος, φανατικό, μισαλλόδοξα, μισαλλόδοξο
- egotysta στα ελληνικά - εγωιστής, εγωιστή, egotist
- fotowoltaiczny στα ελληνικά - Φωτοβολταϊκά, Φωτοβολταϊκών, Φωτοβολταϊκό, Φωτοβολταϊκή, Φωτοβολταϊκά πάρκα
- hydrologia στα ελληνικά - υδρολογία, υδρολογίας, την υδρολογία, της υδρολογίας, υδρολογικά
Τυχαίες λέξεις
Odciąć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεκόβω, ακρωτηριάζω, αποκόπτω, αποκοπεί, αποκόπτεται, αποκομμένο, αποκομμένα
Μεταφράσεις: ξεκόβω, ακρωτηριάζω, αποκόπτω, αποκοπεί, αποκόπτεται, αποκομμένο, αποκομμένα