Ξεκόβω στα πολωνικά

Μετάφραση: ξεκόβω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
amputować, odciąć, oduczać, odzwyczaić, wean, uniezależnić, odstawić
Ξεκόβω στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξεκόβω

ξεκόβω λεξικό γλώσσας πολωνικά, ξεκόβω στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ξεκουραστικός στα πολωνικά - spokojny, kojący, spokojne, restful, spokojnego
  • ξεκούραση στα πολωνικά - rozluźnienie, luz, odprężenie, złagodzenie, relaksacja, osłabienie, zluźnienie, ...
  • ξελογιάζω στα πολωνικά - zbałamucić, uwodzić, uwieść, nęcić, kusić, skusić, zachwyci
  • ξεμέθυστος στα πολωνικά - trzeźwy, trzeźwieć, rzeczowy, stonować, uspokajać, otrzeźwić, wytrzeźwić, ...
Τυχαίες λέξεις
Ξεκόβω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: amputować, odciąć, oduczać, odzwyczaić, wean, uniezależnić, odstawić