Odgraniczać στα ελληνικά

Μετάφραση: odgraniczać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεχωριστός, χωρίζω, χωριστός, ιδιαίτερος
Odgraniczać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cybernetyczny στα ελληνικά - κυβερνητικός, κυβερνητικής, κυβερνητικό, κυβερνητική, cybernetic
  • cylindrowy στα ελληνικά - κύλινδρος, κυλίνδρου, κύλινδρο, κυλίνδρων, του κυλίνδρου
  • dmuchawa στα ελληνικά - ανεμιστήρας, οπαδός, βεντάλια, φυσητήρας, Ανεμιστήρας, φυσητήρα, Blower, ...
  • fałsz στα ελληνικά - λοξότητα, απάτη, ψεύδος, ψέμα, ψεύδους, το ψέμα, το ψεύδος
Τυχαίες λέξεις
Odgraniczać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεχωριστός, χωρίζω, χωριστός, ιδιαίτερος