Odpór στα ελληνικά
Μετάφραση: odpór, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντίσταση, αντοχή, αντίστασης, αντοχής, ανθεκτικότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- białawy στα ελληνικά - υπόλευκος, υπόλευκο, λευκωπό, λευκωπή, υπόλευκα
- bionika στα ελληνικά - βιονική, Bionics, βιονικής, Η βιονική, τη βιονική
- bębenek στα ελληνικά - τύμπανο, βαρέλι, κύλινδρος, κυλίνδρου, κύλινδρο, κυλίνδρων, του κυλίνδρου
- ciernisty στα ελληνικά - ευερέθιστος, ακανθώδης, δύσκολος, αγκαθωτός, φραγκοσυκιές, φραγκόσυκο, prickly
Τυχαίες λέξεις
Odpór στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντίσταση, αντοχή, αντίστασης, αντοχής, ανθεκτικότητα
Μεταφράσεις: αντίσταση, αντοχή, αντίστασης, αντοχής, ανθεκτικότητα