Odporność στα ελληνικά

Μετάφραση: odporność, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντίσταση, ανεκτικότητα, ανοσία, αντοχή, ανοχή, ασυδοσία, αντίστασης, αντοχής, ανθεκτικότητα
Odporność στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • autoreklama στα ελληνικά - αυτο-, μη
  • hekatomba στα ελληνικά - εκατόμβη, την εκατόμβη
  • indemnizacja στα ελληνικά - αποζημίωση, αποζημίωσης, αποκατάσταση της ζημίας, αποζημιώσεως, την αποζημίωση
  • jadłowstręt στα ελληνικά - ανορεξία, ανορεξίας, η ανορεξία, νευρική, την ανορεξία
Τυχαίες λέξεις
Odporność στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντίσταση, ανεκτικότητα, ανοσία, αντοχή, ανοχή, ασυδοσία, αντίστασης, αντοχής, ανθεκτικότητα