Ασυδοσία στα πολωνικά

Μετάφραση: ασυδοσία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odporność, immunitet, zabezpieczenie, nietykalność, odporności, immunitetu, odporność na
Ασυδοσία στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασυδοσία

ασυδοσία συνώνυμα, ασυδοσία ετυμολογία, ασυδοσία λεξικό, ασυδοσία translate, ελευθερία ασυδοσία, ασυδοσία λεξικό γλώσσας πολωνικά, ασυδοσία στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • αστυφύλακας στα πολωνικά - milicjant, policjant, posterunkowy, konstabl, constable, konstabla
  • αστός στα πολωνικά - mieszczuch, mieszczanin, radca, Townsman, mieszczanina, ziomka, mieszczańskim
  • ασυλία στα πολωνικά - azylant, wysepka, szpital, przytulisko, schron, przytułek, schronienie, ...
  • ασυμβίβαστος στα πολωνικά - niezgodny, niekompatybilny, nieosiągalny, niezgodne, niezgodna, niezgodną, za niezgodną
Τυχαίες λέξεις
Ασυδοσία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: odporność, immunitet, zabezpieczenie, nietykalność, odporności, immunitetu, odporność na